- Δευκαλίωνος
- Δευκαλίωνmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Наннак — или Аннак (др. греч. Νάννακος/Άννακός) легендарный царь Фригии, правивший до Девкалиона. Наннак, живший у Таврских гор в самом восточном фригийском городе Куванна, позднее названном греками Иконион, предвидел Девкалионов потоп, поэтому… … Википедия
πύρρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Επιμηθέα και της Πανδώρας, σύζυγος του Δευκαλίωνα, μητέρα του Έλληνα, του Άμφικτίονα και της Πρωτογένειας. 2. Κόρη του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας, και αδελφή της Ηνιόχης. 3. Άλλη ονομασία της Δηιδάμειας,… … Dictionary of Greek
Makedon (mythology) — For the Greek municipality see Makednos (municipality). Makedon, also Macedon or Makednos (Greek: Μακεδών), was the eponymous mythological ancestor of the ancient Macedonians according to various ancient Greek fragmentary narratives. In most… … Wikipedia
PHTHIUS — Achaei fil. Hellenis pater, ex Chrysippe Iri filiâ, Stephanus de urbe Hellade Thessal. ἐκτίςθη ὑπὸ Ἕλληνος, οὐ τοῦ Δευκαλίωνος, ἀλλὰ τοῦ Φθίου καὶ Χρυσίππης τῆς Ἴρου, Condita est ab Hellene, non Deucalionis, sed Phthii et Chrysippae, Irô genitae … Hofmann J. Lexicon universale
PYRRHAEA — quae et Pyrrha, Thessalia sic dicta, a Pyrrha Deucalionis uxore. Strabo ad calcem libri noni: Καθόλου δ᾿ ὅτι πρότερον ἐκαλεῖτο Πυῤῥία ἀπὸ τῆς Δευκαλίωνοςγυναικός. Rhianus, devariis Thes saliae appellationibus: Πυῤῥαν δή ποτε τήν γε παλαιότεροι… … Hofmann J. Lexicon universale
Τεύταμος — Μακεδόνας στρατηγός επίλεκτου σώματος αργυρασπίδων. Στον πόλεμο μεταξύ του Ευμένη και του Αντίγονου, πήρε μέρος με τον πρώτο. Το 316 π.Χ. όμως άλλαξε στρατόπεδο και παρέδωσε ζωντανό τον Ευμένη στον αντίπαλό του. Από τότε χάνονται και τα ίχνη του … Dictionary of Greek
Υδροφόρια — τὰ, Α [ὑδροφόρος] (ενν. ἱερά) 1. γιορτή στην Αίγινα προς τιμήν τού Απόλλωνος 2. (στην Αθήνα) εορτή κατά τη διάρκεια τής τελευταίας ημέρας τών Ανθεστηρίων που γινόταν σε ανάμνηση τών ανθρώπων οι οποίοι είχαν χαθεί στον κατακλυσμό που συνέβη στα… … Dictionary of Greek
Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek
λάρνακα — Πόλη (68.800 κάτ. το 1999) της Κύπρου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.126 τ. χλμ., 115.266 κάτ. το 2001). Είναι χτισμένη στο βάθος του ομώνυμου κόλπου, στη νότια ακτή του νησιού. Αποτελεί την τρίτη σε πληθυσμό πόλη της Κύπρου και έχει… … Dictionary of Greek